- Κατοβίτσε
- (πολων. Katowice, γερμ. Kattowitz). Πόλη (338.017κάτ. το 2001) της νότιας Πολωνίας, πρωτεύουσα του βοϊβοδάτου (επαρχίας) Σλάσκι (Slaskie, 12.294 τ. χλμ., 4.857.848 κάτ.), το οποίο εκτείνεται από τα σύνορα με την Τσεχία έως τον άνω ρου του Βάρτα και περιλαμβάνει ολόκληρη σχεδόν τη γαιανθρακοφόρο και βιομηχανική περιοχή της Άνω Σιλεσίας, που ήταν άλλοτε γερμανική, αλλά περιήλθε κατά μεγάλο μέρος στην Πολωνία, μετά τη νέα ρύθμιση των συνόρων που προέκυψε από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Το Κ. (στα γερμανικά Κάτοβιτς) ήταν για μεγάλο διάστημα ένα ασήμαντο γεωργικό χωριό, που είχε παραχωρηθεί στην Πρωσία τον 18o αι. και αριθμούσε 15.000 κάτ. έως και το 1890, όταν άρχισε η εκβιομηχάνισή του. Το 1921 περιήλθε στην Πολωνία και από τότε αναπτύχθηκε γρήγορα και έγινε ένα από τα σπουδαιότερα βιομηχανικά και εξορυκτικά κέντρα της χώρας. Η πόλη, η οποία από το 1953 έως το 1961 ονομαζόταν Σταλίνογκραντ, προς τιμήν του Στάλιν, στηρίζει την οικονομία της –όπως και κατά το παρελθόν– στην εξόρυξη γαιανθράκων, ψευδαργύρου, μολύβδου και σιδήρου καθώς και στη βαριά βιομηχανία· γι’ αυτό κυριότερες βιομηχανίες της είναι η χαλυβουργία, η μεταλλουργία και η μηχανουργία (σιδηροδρομικά βαγόνια και τροχαίο υλικό, ρουλεμάν, διάφορα μηχανήματα), η βιομηχανία χημικών προϊόντων (χρωστικές ύλες και βερνίκια), πετροχημικές, πορσελάνης, υαλουργίας και δομικών υλικών.
Άποψη μιας πλατείας της πόλης Κατοβίτσε, ενός από τα σημαντικότερα εξορυκτικά και βιομηχανικά κέντρα της Πολωνίας.
Dictionary of Greek. 2013.